Η αλήθεια του γιατί λέμε ψέματα
- Γράφτηκε από τον/την Αντώνης Χατζηκυριακίδης
Γράφει η Μαρία Ξανθοπούλου, Ψυχολόγος - Ψυχοθεραπεύτρια
Ερωτώμενος ευθέως ο μέσος φυσιολογικός ενήλικας θα απαντούσε «φυσικά και είναι κακό να λέμε ψέματα». Μερικά λεπτά αργότερα όμως, θα αρνιόταν να απαντήσει σε κάποιο ενοχλητικό τηλεφώνημα λέγοντας «δεν είμαι εδώ» και θα δικαιολογούσε την οκνηρία του να βγει το βράδυ με φίλους λέγοντας «είμαι πολύ κουρασμένος». Το συμπέρασμα είναι απλό, πανανθρώπινο και -κατά έναν νοσηρά αλληλέγγυο λόγο- σιωπηλά αποδεκτό: Όλοι λέμε ψέματα.
Οι άνδρες για την ακρίβεια, δείχνουν να λένε κάμποσα παραπάνω ψέματα από τις γυναίκες -όπως τουλάχιστον αποκάλυψε σχετικά πρόσφατη έρευνα του Βρετανικού Science Museum- ενώ νιώθουν αρκετά λιγότερες τύψεις γι' αυτό. Τα συχνότερα ψέματά τους απευθύνονται στις μητέρες τους, αμέσως μετά στις συντρόφους τους και έχουν να κάνουν με το πόσο ήπιαν ή με την ερώτηση «τι έχεις;» (συχνότερη ψευδής απάντηση: «δεν έχω τίποτα, μια χαρά είμαι»). Η έρευνα πάντως, επιβεβαιώνει το παραπάνω συμπέρασμα: το 84% των ανθρώπων πιστεύουν ότι υπάρχει «αποδεκτό ψέμα», ότι είναι προτιμότερο δηλαδή να πει κανείς κάποιο αθώο ψέμα από το να πληγώσει κάποιον.
Το ψέμα βέβαια, ίσως να μην αποτελούσε αμαρτία αν μοναδικός του σκοπός ήταν να προστατεύει τα αισθήματα των άλλων. Οι λόγοι δηλαδή, για τους οποίους λέμε ψέματα μπορεί να είναι εντελώς αθώοι, με μοναδικό σκοπό να μην έρθουμε ή να μην φέρουμε κάποιον σε δύσκολη θέση, αλλά μπορεί να είναι και κακόβουλοι και κακοπροαίρετοι, με σκοπό να σώσουμε το «πετσί» μας ή και να βλάψουμε κάποιον. Ακόμα χειρότερα είναι τα πράγματα όταν κανείς χρησιμοποιεί το ψέμα συστηματικά για να επιβιώνει από διάφορες καταστάσεις –για να μην φτάσουμε σε περιπτώσεις ανθρώπων που έχουν κάνει το ψέμα τρόπο ζωής, τόσο που δυσκολεύονται και οι ίδιοι να το ξεχωρίσουν από την αλήθεια.
Τι φταίει;
Τι είναι όμως αυτό που μας κάνει τελικά να λέμε ψέματα, ενώ γνωρίζουμε ότι κάτι τέτοιο είναι λάθος και ότι πιθανώς να υποστούμε δυσάρεστες συνέπειες από τους γύρω μας όταν μαθευτεί η αλήθεια; Ένας προφανής λόγος για τον οποίον λέμε ψέματα είναι ότι είναι εύκολο. Ειδικά αν το ψέμα είναι μικρό, αθώο, δεν επιφέρει συνέπειες αν αποκαλυφθεί ή οι συνέπειες είναι ασήμαντες, είναι πολύ πιο εύκολο να πούμε ένα γρήγορο, «εύπεπτο» ψέμα, από το να δίνουμε εξηγήσεις που πιθανώς να μην αρέσουν ή ακόμα και να μην γίνουν πιστευτές.
Ένας βαθύτερος λόγος, όμως, βρίσκει τις ρίζες του στην κουλτούρα μας, η οποία, όσο οξύμωρο κι αν ακούγεται, διδάσκει τα παιδιά από πολύ μικρή ηλικία να λένε μικρά -«λευκά»- ψέματα. Η ψυχίατρος Gail Saltz, του Presbyterian Hospital της Νέας Υόρκης παρατηρεί συνεχώς γονείς να λένε στα παιδιά τους «πες στην θεία πόσο ωραία είναι σήμερα» ή «πες στην γιαγιά πόσο πολύ την αγαπάς». Όσο αθώο ακόμα και χαριτωμένο ακούγεται αυτό όταν τα παιδιά είναι μικρά, μεγαλώνοντας αυτά μαθαίνουν να χρησιμοποιούν τέτοιες συναισθηματικά φορτισμένες εκφράσεις για να εκμεταλλεύονται προς όφελός τους καταστάσεις. Δυστυχώς αυτό δεν κόβεται εύκολα με την ενηλικίωση τους.
Ο καθηγητής ψυχολογίας του Πανεπιστημίου New England, στο Μέιν των ΗΠΑ, Δρ. David L. Smith υποστηρίζει ότι η τάση να λέμε ψέματα είναι «ένα πολύ φυσικό ανθρώπινο χαρακτηριστικό, σου επιτρέπει να χειραγωγείς τον τρόπο με τον οποίον θέλεις να σε βλέπουν οι άλλοι», συνεχίζει εξηγώντας ότι οι περισσότεροι άνθρωποι λέμε ψέματα επειδή επιδιώκουμε με αυτά να δείχνουμε καλύτεροι, σπουδαιότεροι, πιο αρεστοί από όσο πιστεύουμε ότι είμαστε. Η ανάγκη λοιπόν, θετικής ένταξης στο κοινωνικό σύνολο, στον χώρο εργασίας μας, στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, είναι ένας ακόμα λόγος για τον οποίον λέμε ψέματα.
Το ψέμα στην φύση (μας)
Πέραν των παραπάνω επί μέρους εξηγήσεων, πάντως, σαφής ολοκληρωμένη και κοινώς αποδεκτή απάντηση στο «γιατί λέμε ψέματα;» δεν υπάρχει και ο βασικός λόγος είναι η πολυπλοκότητα τόσο του ανθρώπινου εγκεφάλου όσο και του ίδιου του ορισμού της λέξης. Ο Ζαν Πωλ Σαρτρ για παράδειγμα, διευκρινίζοντας τους ορισμούς του ψέματος, λέει ότι ακόμα και μια αληθής δήλωση μπορεί να εκληφθεί ως ψέμα, αν το άτομο που την κάνει δεν την υποστηρίζει ως τέτοια. Από την άλλη, ο Δρ. Smith επισημαίνει την άρρηκτη σχέση ψεύδους και εξαπάτησης, εξηγώντας ότι κινήσεις με σκοπό την παραπλάνηση των άλλων συναντώνται στην ίδια την φύση: τα φυτά και τα ζώα, για παράδειγμα, αναπτύσσουν συχνά πρακτικές μίμησης προκειμένου να προστατευτούν από επικίνδυνες καταστάσεις. Συνεπώς, η προδιάθεσή μας να εξαπατούμε, σύμφωνα πάντα με τον Smith, είναι ένα χαρακτηριστικό της εξελικτικής διαδικασίας του ανθρώπου, πιθανώς μία κληρονομική νοητική βλάβη.
Από την προδιάθεση ως την πράξη, όμως μεσολαβεί ένας εγκέφαλος ανεπτυγμένος σε κοινωνικά πλαίσια και κανόνες. «Η προδιάθεση να λέμε ψέματα είναι μεν εγγεγραμμένη στο hardware του οργανισμού, αλλά φυσικά διαπλάθεται και από την εμπειρία. Στην ηλικία των τριών ετών ξεκινάνε οι πρώτες απόπειρες εξαπάτησης – αν και χωρίς μεγάλη επιτυχία. Όσο μεγαλώνουμε, τόσο πιο επιδέξιοι γινόμαστε στην εξαπάτηση, αλλά και στην ανίχνευση της εξαπάτησης των άλλων. Κάπως έτσι άλλωστε αποκτάμε και τα κοινωνικά μας συναισθήματα: ηθική αγανάκτηση, οργή και εκδίκηση όταν ανακαλύπτουμε ότι μας εξαπάτησαν, ενοχή, ντροπή και επανόρθωση, αν μας πιάσουν να εξαπατάμε.
Το ερώτημα τελικά που γεννάται είναι «υπάρχει σωτηρία από το ψέμα;». Μπορεί -ή χρειάζεται ή πρέπει- κανείς που συνηθίζει να λέει συχνά μεγάλα ή μικρά ψέματα να... συνέλθει; Καλό είναι να γνωρίζουμε και τον εξής διαχωρισμό ανάμεσα στα άτομα που ψεύδονται για να γίνουν αρεστά και στους παθολογικούς ψεύτες, θυμούμενοι ότι και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν ελπίδες «διόρθωσης», εφόσον φυσικά το άτομο το επιθυμεί. «Ένας άνθρωπος που ψεύδεται κατά σύστημα επειδή αισθάνεται την ανάγκη να εντυπωσιάζει τους άλλους και να γίνεται αρεστός, θα μπορούσε να περιορίσει αυτή τη συμπεριφορά αν κατάφερνε να βασίσει την αυτοεκτίμησή του σε λιγότερο θεαματικά, αλλά πιο αυθεντικά ερείσματα. Κι αυτό είναι κάτι που η ψυχοθεραπεία ή η αλληλεπίδρασή του με τους άλλους μπορεί να του διδάξει.
Στον αντίποδα, άνθρωποι με παθολογική οργάνωση του χαρακτήρα, όπως οι ψυχοπαθητικοί, είναι πολύ πιο δύσκολο να εκπαιδευτούν στη φιλαλήθεια.
Όμως σε τέτοιες περιπτώσεις οι μειονεξίες είναι βαθύτερες και διαχέονται σε όλη τη συναισθηματική και κοινωνική έκφραση, ενώ υποστηρίζεται ότι έχουν και οργανικό υπόβαθρο.
Το αποτέλεσμα σε κάθε περίπτωση είναι το ίδιο και το εκφράζει με τον καλύτερο τρόπο ο Νίτσε, στην περί ψέματος φιλοσοφία του: «Δεν με ενοχλεί που μου είπες ψέματα, με ενοχλεί που από εδώ και πέρα δεν μπορώ να σε πιστεύω». Ο ίδιος ο φόβος της απόρριψης και έλλειψης εμπιστοσύνης από τους γύρω μας είναι τελικά το μόνο που μπορεί να μας «σώσει» από το να... μην λέμε ψέματα.